- ιωτακισμός
- ὁ (AM ἰωτακισμός)νεοελλ.1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά τού φωνήεντος γιώτα, τού ι , ανεξαρτήτως περιβάλλοντος2. χαρακτηρισμός τής ανωτέρω προφοράς τών Νέων Ελλήνων από τους ξένους3. ιατρ. μερικός τραυλισμός, κατά τον οποίο ο πάσχων προφέρει το [i] σαν γαλλ. [i]jμσν.το να προφέρει κάποιος το ι διπλό, π.χ. Troiia, Maiia κ.λπ.αρχ.συχνή επανάληψη τού ι (i, j) σε μια φράση, π.χ. lunio luno lovis iure irascitur. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωτα-κισμός < ἰώτα, αναλογικά προς τους τ. σολοι-κισμός, αττικ-ισμός].
Dictionary of Greek. 2013.